ναυσια

ναυσια
    ναυσία
    ναυσία, ναυσιάω
    v. l. = ναυτία См. ναυτια и ναυτιάω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ναυσια" в других словарях:

  • ναυσία — και ιων. τ. ναυσίη, ἡ (Α) ναυτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + κατάλ. ία, με συριστικοποίηση τού τ προ τού ι (πρβλ. φυτόν φύσ ις)] …   Dictionary of Greek

  • ναυσίαν — ναυσίᾱν , ναυσιάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ναυσίᾱν , ναυσιάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυσίας — ναυσίᾱς , ναυσιάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυσηρός — (Α) αυτός που προκαλεί ναυτία, εμετικός, αηδιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυσία «ναυτία» + κατάλ. ηρός (πρβλ. νοσ ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • ναυσιόεις — και αττ. τ. ναυτιόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που αισθάνεται ναυτία ή βδελυγμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυσία «ναυτία» + κατάλ. όεις (πρβλ. σκι όεις)] …   Dictionary of Greek

  • ναυσιώ — ναυσιῶ, άω (Α) [ναυσία] νιώθω ναυτία …   Dictionary of Greek

  • ναυτία — η (Α ναυτία και ιων. τ. ναυσίη) 1. ζάλη η οποία οφείλεται στον κλυδωνισμό πλοίου 2. μτφ. αηδία, αποστροφή («η φλυαρία του μού προκάλεσε ναυτία».) νεοελλ. ιατρ. αίσθημα δυσφορίας στη στομαχική χώρα που συνδυάζεται με αίσθημα αηδίας για λήψη τροφής …   Dictionary of Greek

  • ναυσιᾶν — ναυσιάω pres part act masc voc sg (doric aeolic) ναυσιάω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ναυσιάω pres part act masc nom sg (doric aeolic) ναυσιᾶ̱ν , ναυσιάω pres inf act (epic doric) ναυσιάω pres inf act (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»